- εξακολούθηση
- [эксаколутиси] ουσ. Θ. продолжение,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
εξακολούθηση — η (Α ἐξακολούθησις) [εξακολουθώ] συνέχεια, συνέχιση («η εξακολούθηση τού έργου τού προκατόχου του») νεοελλ. φρ. «κατ εξακολούθηση» συνεχώς (χωρίς διακοπή ή με συχνές επαναλήψεις) αρχ. παρακολούθηση, ιχνηλασία … Dictionary of Greek
εξακολούθηση — η η συνέχιση, η συνέχεια, η παράταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξακολουθήσῃ — ἐξακολουθέω follow aor subj mid 2nd sg ἐξακολουθέω follow aor subj act 3rd sg ἐξακολουθέω follow fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Markaris — Petros Markaris (griechisch Πέτρος Μάρκαρης; * 1. Januar 1937 in Istanbul) ist ein griechischer Schriftsteller, der international bekannt wurde durch seine Kriminalromane um den in Athen ermittelnden schrulligen „Kommissar Kostas Charitos“. 2008… … Deutsch Wikipedia
Petros Markaris — (griechisch Πέτρος Μάρκαρης; * 1. Januar 1937 in Istanbul) ist ein griechischer Schriftsteller, der international bekannt wurde durch seine Kriminalromane um den in Athen ermittelnden schrulligen „Kommissar Kostas Charitos“. 2008 wurde er… … Deutsch Wikipedia
Маркарис, Петрос — Петрос Маркарис Πέτρος Μάρκαρης … Википедия
αδιαστασία — η (Α ἀδιαστασία) [ἀδιάστατος] νεοελλ. έλλειψη διαστάσεων, σμικρότητα αρχ. εξακολούθηση, συνέχεια … Dictionary of Greek
ακολούθηση — η (Α ἀκολούθησις) [ἀκολουθῶ] 1. εξακολούθηση, συνέχεια 2. επακολούθημα, συμπέρασμα αρχ. υπακοή, συμμόρφωση … Dictionary of Greek
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
εκδοχή — η (AM ἐκδοχή) 1. ερμηνεία, εξήγηση, αντίληψη 2. συμπέρασμα, γνώμη αρχ. μσν. προσμονή, προσδοκία μσν. 1. υποδοχή 2. ταμείο αρχ. 1. παραλαβή 2. εξακολούθηση, διαδοχή 3. αποδοχή, αναγνώριση υπηρεσίας 4. εγγύηση, ασφάλεια 5. συμβόλαιο, συνθήκη,… … Dictionary of Greek
παράταση — η / παράτασις, άσεως, ή, ΝΜΑ [παρατείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατείνω 2. χρονική επιμήκυνση, συνέχιση, εξακολούθηση (α. «παράταση τής ασθένειας» β. «εἰς μὲν παράτασιν σκαπτέτω τὰς ἀμπέλους, εἰς δὲ συντελείωσιν σκαψάτω τὰς… … Dictionary of Greek